εὐεργεσία

εὐεργεσία
εὐεργ-εσία, [dialect] Ion. [suff] εὐεργ-εσίη, ,
A well-doing, opp. κακοεργίη, Od.22.374; opp. κακότης, Thgn.548, etc.
II a good deed, kindness,

εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235

, cf. Hes.Th.503 (pl.); ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ. done by him, Hdt.5.11;

ἐκτίνειν Id.3.47

(pl.); εὐεργεσίας ἀποδέξασθαι ἔς τινας ib.67;

καταθέσθαι ἔς τινα Th.1.128

;

εὐ. πεποιημέναι ἔς τινα Hdt.4.165

;

προέσθαι X.An.7.7.47

;

προσφέρειν Pl.Grg.513e

; opp.

εὐ. ἀπολαβεῖν Isoc.14.57

;

εὐ. ὀφείλεταί μοι Th.1.137

, cf. 32; ἀντ' εὐεργεσίης for service done, Simon.97.6, Theoc. 17.116, cf. B.1.47 (pl.), IG12.108;

ἀπ' εὐεργεσίας καθίστασαν τοὺς βασιλεῖς Arist.Pol.1286b10

: c. gen., εὐ. τῆς πόλεως good service done the state, Pl.Lg.850b: pl., public services,

τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Lys. 14.24

, etc.
2 ψηφίζεσθαί [τινι] εὐεργεσίαν to vote him the title of εὐεργέτης (q.v.), D.20.60, cf. IG22.29, etc.;

κείσεταί σοι εὐ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀνάγραπτος Th.1.129

, cf. X.HG1.1.26, etc.
III Εὐεργεσία, personified, = Lat. Liberalitas, D.C.71.34.
2 epith. of Hera at Argos, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐεργεσία — εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc/acc dual εὐεργεσίᾱ , εὐεργεσία well doing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίᾳ — εὐεργεσίαι , εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργεσία — η (ΑΜ εὐεργεσία, Α και ιων. τ. εὐεργεσίη) [ευεργέτης] 1. η καλή πράξη (σε αντίθεση με την κακή), η αγαθοεργία 2. καλή και ωφέλιμη πράξη για χάρη κάποιου, η ενέργεια που γίνεται με αγαθό σκοπό μσν. 1. παραχώρηση, προνόμιο, αμοιβή 2. εύνοια, χάρη… …   Dictionary of Greek

  • ευεργεσία — η πράξη αγαθή, προσφορά μεγάλης αξίας χωρίς ανταμοιβή, αγαθοεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐεργεσίας — εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem acc pl εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσία well doing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαι — εὐεργεσία well doing fem nom/voc pl εὐεργεσίᾱͅ , εὐεργεσία well doing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιάων — εὐεργεσιά̱ων , εὐεργεσία well doing fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαν — εὐεργεσίᾱν , εὐεργεσία well doing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιᾶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσιῶν — εὐεργεσία well doing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργεσίαις — εὐεργεσία well doing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”